- ασυμμόρφωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συμμορφωθεί, ο αδιόρθωτος2. (για χώρο, κατάστημα κ.λπ.) που δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμμορφώνω. Η λ. ασυμμόρφωτοι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ως απόδοση του γαλλ. nonconformistes].
Dictionary of Greek. 2013.